κακοπλοώ

κακοπλοώ
κακοπλοῶ, -έω (Α) [κακόπλους]
πλέω κακώς, έχω άσχημο πλου, διαπλέω με δυσκολία («κακοπλοεῑν τὰς ναῡς», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”